Τι είναι η ενδαγγειακή αποκατάσταση των ανευρυσμάτων της κοιλιακής αορτής (EVAR)?
Η αορτή είναι το μεγαλύτερο αγγείο στο σώμα μας και μεταφέρει το αίμα από την καρδιά προς τα διάφορα όργανα του σώματός μας. Ένα ανεύρυσμα δημιουργείται από την εξασθένηση των τοιχωμάτων της αρτηρίας που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας προεξοχής του τοιχώματος με συνέπεια το αίμα να κατευθύνεται προς την εξασθενημένη περιοχή του τοιχώματος. Τα ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής (AΚA) είναι επίσης γνωστά ως ο “σιωπηλός δολοφόνος” γιατί από τη στιγμή που διογκωθούν και τελικά ραγούν , προκαλούν το θάνατο στο 80-90% των περιπτώσεων.
Η ενδαγγειακή αποκατάσταση των ανευρυσμάτων της κοιλιακής αορτής (EVAR) είναι μια ελάχιστα παρεμβατική μέθοδος κατά την οποία ένας Επεμβατικός Ακτινολόγος εμφυτεύει ένα επικαλυμμένο με ύφασμα μεταλλικό ενδοαυλικό νάρθηκα (ενδομόσχευμα/stent-graft) στην περιοχή του ανευρύσματος, ώστε το αίμα να περνά πλέον δια του ενδομοσχεύματος με σύγχρονο αποκλεισμό του ανευρύσματος από την κυκλοφορία. Το ενδομόσχευμα προωθείται διαμέσω της μηριαίας αρτηρίας που βρίσκεται στη βουβωνική χώρα του ασθενούς με την καθοδήγηση ακτίνων X ώστε να το κατευθύνει ο Επεμβατικός Ακτινολόγος στην περιοχή του ανευρύσματος.
Για ποιο λόγο γίνεται η επέμβαση?
Σε έναν ασθενή με μικρό Ανεύρυσμα Κοιλιακής Αορτής (με διάμετρο που δεν υπερβαίνει τα 5εκ), οι πιθανότητες ρήξης είναι πολύ μικρές και προτείνεται η τακτική παρακολούθησή του σε συννενόηση με έναν ειδικό αγγειολόγο. Αν ωστόσο το ανεύρυσμα είναι μικροτερο των 5 εκ σε διάμετρο αλλά αυξάνει το εύρος του με ρυθμό 1 εκ ανά έτος ή προκαλεί συμπτώματα όπως για παράδειγμα πόνο στην οσφύ, η ενδοαυλική αποκατάστασή του θα μπορούσε να βοηθήσει.
Ένας ασθενής με ανεύρυσμα διαμέτρου>5εκ θα χρειαστεί αντιμετώπιση γιατί κινδυνεύει με ρήξη του ανευρύσματος. Και σε αυτή την περίπτωση, η ενδαγγειακή αποκατάσταση του ανευρύσματος είναι μια από τις επιλογές για την θεραπεία της αγγειακής αυτής πάθησης.
Πώς πραγματοποιείται η επέμβαση?
Συνήθως χορηγείται ένα μίγμα επισκληριδίου αναισθησίας και τοπικής αναισθησίας πριν την επέμβαση Ο Επεμβατικός Ακτινολόγος θα πραγματοποιήσει μια μικρή τομή στο ύψος των μηροβουβωνικών περιοχών άμφω (στην κορυφή κάθε κάτω άκρου) ώστε να μπορέσει να εισάγει ένα μικρό σωλήνα που αποκαλείται θηκάρι, ο οποίος επιτρέπει την ασφαλή δίοδο στις μηριαίες αρτηρίες . Με τη χρήση ακτινοσκόπησης για καθοδήγηση, ο Επεμβατικός Ακτινολόγος θα εισάγει ειδικά οδηγά σύρματα και καθετήρες (λεπτοί εύκαμπτοι σωλήνες). Ειδική σκιαγραφική ουσία εγχύεται στηνπρος αντιμετώπιση περιοχή ώστε να καταστεί δυνατή η ακριβής χαρτογράφηση του ανευρύσματος απεικονιστικά. Ακολούθως ο Επεμβατικός Ακτινολόγος θα χρησιμοποιήσει το οδηγό σύρμα ώστε να οδηγήσει το ενδομόσχευμα στο ανεύρυσμα.
Όταν το ενδομόσχευμα τοποθετηθεί σε ορθή θέση θα το εκπτύξει, αποκλείοντας το ανεύρυσμα και αποκαθιστώντας τη φυσιολογική ροή του αίματος στο αγγείο.
Μετά την επέμβαση τα ζωτικά σημεία του ασθενούς είναι υπό παρακολούθηση και ο ασθενής παραμένει στο νοσοκομείο για διάστημα 2-3 ημερών. Μετά την επέμβαση ο ασθενής είναι πιθανό να νιώσει πόνο ή και κάψιμο στις τομές όμως τα συμπτώματα υποχωρούν με τη χορήγηση των κοινών αναλγητικών φαρμάκων. Η κινητοποίηση του ασθενούς μετεπεμβατικά ενθαρύνεται να γίνεται από την πρώτη μετεγχειρητική ημέρα. Απαραίτητος είναι ο περιοδικός έλεγχος του ενδομοσχεύματος με Αξονική Τομογραφία ή Υπερήχους ώστε να βεβαιωθεί η σωστή λειτουργίατου και να αποφευχθούν πιθανές επιπλοκές σε βάθος χρόνου.
Πιθανοί κίνδυνοι.
Η Ενδαγγειακή Αποκατάσταση των Ανευρυσμάτων της Κοιλιακής Αορτής προτείνεται ως μια μέθοδος αποφυγής της ρήξης του ανευρύσματος και του θανάτου που συνεπάγεται.
Η πλειονότητα των ασθενών δεν εμφανίζουν άμεσες μείζονες επιπλοκές και η ρήξη του ανευρύσματος αποφεύγεται σε ποσοστό πάνω από 99%.. Τπάρχουν μικρότερα ποσοστά πόνου κια μείζονων επιπλοκών σε σχέση με το ανοικτό χειρουργείο αλλά η βασική επιπλοκή του ενδομοσεύματος είναι η μετατόπισή του με συνέπεια τη ροή αίματος εντός του ανευρύσματος και πάλι. Αυτό σημαίνει ότι οι ασθενείς που αντιμετωπίζονται ενδαγγειακά χρήζουν σταθερής περιοδικής παρακολούθησης, ώστε αν προκύψει κάποια επιπλοκή να την αντιμετωπίσουν το ταχύτερο δυνατό.
Ελλάσσονες επιπλοκές περιλαμβάνουν το πιθανό οίδημα και τη φλεγμονή των χειρουργικών τομών. Υπάρχουν ωστόσο κάποιες σημαντικές επιπλοκές που μπορεί να προκύψουν κατά τη διάρκεια της επέμβασης, όπως ο θάνατος, το εγκεφαλικό επεισόδιο , η ιστική νέκρωση απώλεια του άκρου και βλάβη στους νεφρούς. Tο ποσοστό σημαντικών επιπλοκών είναι μικρότερο από 15% και ο κίνδυνος θανάτου κατά την επέμβαση είναι λιγότερο από 1,5%, δηλαδή 3 φορές μικρότερος από το ποσοστό θανάτου με το ανοικτό χειρουργείο (περίπου 4,5%). Ορισμένοι ασθενείς εμφανίζουν αντίδραση στο σκιαγρφικό μέσο ππου χορηγείται για την απεικόνιση των αγγείων, το οποίο δυνητικά μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία των νεφρών.